- σκεδασμός
- ο, ΝΜΑσκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- τού αορ. ἐ-σκέδασ-α τού σκεδάννυμι + κατάλ. -μός (πρβλ. κρεμασ-μός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκεδασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμοῦ — σκεδασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμούς — σκεδασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμῷ — σκεδασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεδασμόν — σκεδασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՃԱՊԱՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 14c գ. σκεδασμός dissipatio, dispersio. Ճապաղելն, իլն. ճապաղք. ճապաղիք. ծաւանումն. զեղումն. մանաւանդ՝ ցնդումն. պատաղումն. *Արեան ճապաղումն արարին. Լմբ. իմ.: *Ճապաղումն եւ բաժանումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)